καλός

καλός
κᾰλός (-ός, -όν; -όν nom., acc., -ά, -ῶν, -οῖς, -ά.: comp., superl., v. infra.)
1 of actions, noble, honourable ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97

πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑμὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14

διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42

μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχέρῳ κέλευθοι I. 6.22

ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9. cf. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών some new honour P. 8.88
2 beautiful
a of living things, handsome

ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19

ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94

(Ἁγησίδαμον)

ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρ ᾳ τε κεκραμένον O. 10.103

εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

καλός τοι πίθων παρὰ παισὶν αἰεὶ καλός P. 2.72

—3.

ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.123

ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19

ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4

b of things. ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν O. 3.23 δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα the effigy of Hera, embraced by Ixion P. 2.40
3 pro subs.,
a s., work of beauty

ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46

b pl.,
I blessings

ἁπάντων καλῶν ἄμμορος O. 1.84

ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ O. 8.86

ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν P. 8.33

οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.31

πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 τόσσαι καλῶν fr. 22. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.
II noble actions, achievements

καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ O. 10.91

δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96

θεόθεν ἐραίμαν καλῶν P. 11.50

τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν ( courage for noble deeds: sc. Μοῖρα) N. 7.59
III what is fine, good to hear, see.

φάμενἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11

καλὰ μελπόμενος N. 1.20

τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. the fair side P. 3.83
IV in wider sense, good, things noble

ξένον καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον O. 1.104

στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν O. 11.18

μὴ παρίει καλά P. 1.86

φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288

ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν (fort. corruptum) I. 8.70

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλός — beautiful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… …   Wikipédia en Français

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 …   Dictionary of Greek

  • καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”